-
1 корпус
1. тех. το σώμα, ο κορμός, το κέλυφος, το πλαίσιο, η θήκη· - амортизатора - του απορροφητήρα κραδασμών- транзистора - της κρυσταλλολυχνίας, разг. του τρανζίστορ (ξεν.)2. (остов судна) το σκάφος* наружный - судна το εξωτερικό περίβλημα του σκάφους 3. (здание) το (χωριστό) τμήμα (ενός) μεγάλου οικο-δομήματος/κτηρίου 4. полигр. το στοιχείο των 10 στιγμών 5. (туловище) το σώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корпус
-
2 ротор
1. тех. о δρομέας, το στροφείο, ο ρότορας (ξεν.)- распределителя (авто) το στροφείο διανομέα, το στροφείο διανομής2. (вихрь векторного поля) мат. η περιστροφή του διανυσματικού πεδίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ротор